- βρομόκαιρος
- οενοχλητικός καιρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρομόκαιρος — ο δυσάρεστος, άθλιος καιρός, συνήθως με κρύο, αέρα, βροχή: Μ’ αρέσει πολύ να μένω σπίτι μ’ αυτόν το βρομόκαιρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρόμα — η 1. κακοσμία, δυσωδία 2. ακαθαρσία 3. (για γυναίκα) ανήθικη, πόρνη 4. (για άντρα) αισχρός, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), με υποχωρητικό σχηματισμό ή < αρχ. βρώμα «δυσώδης φαγέδαινα του στόματος». Περισσότερα για την ετυμολογία και τη… … Dictionary of Greek